- οφρυανασπασιδης
- ὀφρυανασπασίδηςὀφρυ-ᾰνασπᾰσίδης-ου (ῐ) adj. m надменно поднимающий брови Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οφρυανασπασίδης — ὀφρυανασπασίδης, ὁ (Α) (κωμική λ.) αυτός που σηκώνει τα φρύδια του εκφράζοντας περιφρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + ἀνασπῶ + κατάλ. ίδης] … Dictionary of Greek
ὀφρυανασπασίδαι — ὀφρυανασπασίδης one who raises his eyebrows in scorn masc nom/voc pl ὀφρυανασπασίδᾱͅ , ὀφρυανασπασίδης one who raises his eyebrows in scorn masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)